- καταρτισμός
- ο (AM καταρτισμός) [καταρτίζω]1.η συγκρότηση ενός πράγματος η προπαρασκευή («καταρτισμός λόχου»)2. η απόκτηση γνώσεων, η αγωγή, η μόρφωση («πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας», ΚΔ)αρχ.1. επανόρθωση2. η επαναφορά εξαρθρωμένου μέλους3. η εδραίωση, η στερέωση4. η διευθέτηση, ο διακανονισμός.
Dictionary of Greek. 2013.