καταρτισμός

καταρτισμός
ο (AM καταρτισμός) [καταρτίζω]
1.η συγκρότηση ενός πράγματος η προπαρασκευή («καταρτισμός λόχου»)
2. η απόκτηση γνώσεων, η αγωγή, η μόρφωση («πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας», ΚΔ)
αρχ.
1. επανόρθωση
2. η επαναφορά εξαρθρωμένου μέλους
3. η εδραίωση, η στερέωση
4. η διευθέτηση, ο διακανονισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταρτισμός — restoration masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτισμοῖς — καταρτισμός restoration masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτισμοί — καταρτισμός restoration masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτισμοῦ — καταρτισμός restoration masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτισμούς — καταρτισμός restoration masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτισμῶν — καταρτισμός restoration masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτισμῷ — καταρτισμός restoration masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτισμόν — καταρτισμός restoration masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακαταρτισμός — ο νέος καταρτισμός, αναδιοργάνωση, νέα διαρρύθμιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακαταρτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»] …   Dictionary of Greek

  • βιβλιογραφία — Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά –στην αρχαιότητα ήταν άλλη η σημασία του– το 1632 από τον βιβλιόφιλο Λουί Ζακόμπ ντε Σεν Σαρλ (1608 1670) και μπορεί να ειπωθεί ότι και σήμερα ακόμα δεν έχει μια γενικώς παραδεκτή σημασία. Συχνά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”